- ἐξηττάομαι
- ἐξηττάομαι, strengthd. forA
ἡττάομαι, τῆς σπουδῆς Plu.Alex.14
;διαβολῶν Arr.An.7.12.5
; ὑπὸ κακοῦ ib.4.9.1;ὑπὸ λόγου Ph.1.179
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡττάομαι, τῆς σπουδῆς Plu.Alex.14
;διαβολῶν Arr.An.7.12.5
; ὑπὸ κακοῦ ib.4.9.1;ὑπὸ λόγου Ph.1.179
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐξηττημένων — ἐξηττάομαι perf part mp fem gen pl ἐξηττάομαι perf part mp masc/neut gen pl ἐξηττάομαι pres part mp fem gen pl ἐξηττάομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηττημένη — ἐξηττάομαι perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐξηττάομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηττώμενον — ἐξηττάομαι pres part mp masc acc sg ἐξηττάομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηττᾶσθαι — ἐξηττάομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηττώμενοι — ἐξηττάομαι pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήττηνται — ἐξηττάομαι pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήττηντο — ἐξηττάομαι imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηττημένα — ἐξηττημένᾱ , ἐξηττάομαι perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξηττημένᾱ , ἐξηττάομαι perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐξηττημένᾱ , ἐξηττάομαι pres part mp fem nom/voc/acc dual ἐξηττημένᾱ , ἐξηττάομαι pres part mp fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηττωμένας — ἐξηττωμένᾱς , ἐξηττάομαι pres part mp fem acc pl ἐξηττωμένᾱς , ἐξηττάομαι pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)